Φινλανδός
Смотреть что такое "Φινλανδός" в других словарях:
Φινλανδός — και Φιλλανδός, ο, θηλ. Φινλανδή και Φιλλανδή, Ν [Φινλανδία] ο κάτοικος τής Φινλανδίας και, γενικά, αυτός που κατάγεται από την Φινλανδία … Dictionary of Greek
Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… … Dictionary of Greek
Φιλλανδός — ο, θηλ. Φιλλανδή, Ν βλ. Φινλανδός … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek